1. |
θασαρέση
06:21
|
|||
αεράκι παλιό, το νεράκι στεγνό, όλα μοιάζουν νεκρά, αηδία παιδιά.
τι ωραία,
τι υπέροχη βραδιά,
μέχρι τώρα τίποτα δεν αντιδρά·
(-μόνο μια σάπια μυρωδιά)
λουλουδάκια,
πού'ναι ακόμη ζωντανά,
κι ένα ψάρι που μιλάει αγγλικά·
(-hello, how do you do?)
τι υπέροχη εικόνα, καλοκαίρι και χειμώνα, βρέχει ερημιά.
αστεράκια,
σκόρπια στον ουρανό,
και στη μέση, μόνη, μία κίτρινη οπή·
(-μα αυτό δεν κάνει ομοιοκαταληξία)
μα τη νύχτα,
τρύπια νύχτα κι αυτή,
ζωγραφίζει τραγουδάκια, δίχως χέρια, δίχως μάτια·
(-και δεν είναι τυφλή, μας βλέπει, χωρίς χέρια)
φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, σε παρακαλώ.
υπάρχουν και χειρότερα, μα θά'ρθουνε αργότερα.
υπάρχουν και χειρότερα, μα θά'ρθουν πιο αργότερα,
και θασαρέση, θασαρέση πολύ.
|
||||
2. |
η κασετίνα
03:04
|
|||
φυτρώνουν τόσα βήματα, μα δεν έχουνε πόδια·
υπάρχουν και τα βήματα που όλο γνώμη αλλάζουν·
τα τέλματα στα πέλματα, χορεύουν βιαστικά.
παγίδες στα πατώματα οι ακίδες στα πατήματα,
που δεν έχουνε βήματα, το βάζουνε στα πόδια·
σκοντάφτουν και χτυπούν, -μπερδεύονται.
χωρίζουνε τα πόδια και σμίγουν με τα κίνητρα, παράφορος περίπατος·
κίνητρα ξυπόλητα, παπούτσια αναζητούν.
ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία κι ο κοντορεβυθούλης ξεχνούσε την πορεία·
πατούσες ορφανές, τους κόπηκαν τα ύπατα.
δρόμο περνώ, χώρο αφήνω, κοιτάζω πίσω,
πίσω ένα βήμα, δύο μπρος κι ένα μπρος κι ένα πλάι, ψάχνω ίσκιο·
κι εγώ στην άμμο περπατώ, μόνο το καλοκαίρι.
πόδια από χταπόδι, χταπόδι αναζητούν.
ήχος, στίχος, μύθος, λίθος, ήθος, βυθός, ή μήπως ρηχός; ψύχος.
κοντός, ψηλός ή αχιλλέας, το ίδιο κάνει.
ποιος φταίει; κι αν ναι, δεν θά'χει δίκιο,
αν φταίει, δεν έχει δίκιο·
δεν είναι τρύπιο, ψάχνω έναν ίσκιο, βήμα στον ίσιο δρόμο περνώ, δρόμο πίσω·
ή έστω τηλεχώμα, ή μήπως τηλεχρώματα κι αρώματα με φύκια και χαλίκια,
κι αν φάω λάσπη καλό μου θά'ναι.
καλό, κακό, το ίδιο κάνει.
|
||||
3. |
η κόρη
03:22
|
|||
ήταν μια κόρη όμορφη, μα είχε μείνει μόνη,
μέσα στον κόσμο τον πολύ, πλάι σε μια γυναίκα·
μοιάζει να είναι δυνατή, -ποιος ξέρει ίσως νά'ναι,
κι ο κόσμος φέρεται σωστά, όπως σε μια κυρία.
η κόρη, η μόνη, η μόνη μοναχή, πλάι της μια γυναίκα,
μοιάζει να είναι δυνατή, μοιάζει με μια κυρία·
κι όλος ο κόσμος ο πολύς, της φάνηκε για λίγος,
και λίγο-λίγο, πιο πολύ, της φάνηκε σα λύκος.
η κόρη έτσι θέλησε και κρύφτηκε απ'όλους,
κι εν τέλει περπατά στο δάσος μοναχή, ώσπου ο λύκος να φανεί.
κι όλος ο κόσμος ο πολύς, ποτέ δεν την ξανάδε,
μα εγώ έχω νέα της, μου έστειλε ένα γράμμα.
[ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ]
μόνη και πάλι στέκομαι κοιτώντας το φεγγάρι και ώρες-ώρες φέρομαι σα νά'μαι παληκάρι· όλος να φύγει ο καπνός, το μέρος να δροσίσει, όλα να φαίνονται καλά, μπας κι έβρω κι άλλο μονοπάτι· μα, έχει κρύο τσουχτερό και είναι νύχτα, τι θ'απογίνω ως το πουρνό; -και είχα και μια νύστα. στη σιδερώστρα μου μιλώ κι η μέση μου κρυώνει· κι αν είναι γύρω-γύρω κυριακή, στη μέση νά'ναι αργία· κι αν βρω εγώ να παντρευτώ, θα σε καλέσω μανωλιώ, θα στείλω και μια δεκάρα, μα τώρα έχω θέματα, πολλές δουλειές. κι αφού αυτά ξεδίπλωσα, μ'έπιασα να γελάω χάμω· χαμογελάω πονηρά και παύω πια να κλαίω. και όποιος με κακολογεί, δε θα τονέ θυμάμαι· κι όποιος δεν ψάχνει να με βρει, μη τον πετύχω πες του. κι όποιος με συλλογίζεται, καλά να πάθει που' ναι μόνος. και τώρα που γελώ δε ντρέπομαι· και ούτε και ζηλεύω· και ούτε που θυμώνω και ούτε που αγχώνομαι, μόνο παραμονεύω. φιλιά πολλά, νά'στε καλά, μα εγώ θα ζω στο δάσος.
|
||||
4. |
ο λύκος
04:26
|
|||
πηγαίνοντας γυρεύοντας τον λύκο τον κακό,
συνάντησα τυχαία το καλό τον κυνηγό·
λευτέρη θα τον λένε άμα κρίνω απ'το μαγιώ,
μα δεν τον θέλω τον ψαρά, δεν τον πολυσυμπαθώ.
ψάρια πουλάω κι αν δε με νοιάζει·
και τον στέλνω τον ψαρά, μακριά, και φτου ξελευτεριά.
λύκε,
είσαι εδώ;
φανερώσου, ήρθα να σου πώ.
λύκε,
λύκε μου καλέ,
φανερώσου, μη με ντρέπεσαι.
κάτι ας γίνει, κάτι να σκεφτώ, κάτι πρέπει να κάνω, ίσως πρέπει να βιαστώ·
μ'ένα φιλί, -αχ! να τον φιλούσα, να ξορκίσω το κακό,
τόσα χρόνια,
παραμύθι, κατά τύχη, κατά βάθος, παραδόξως, παρατρίχα, το κουκί και το ρεβύθι,
παραμύθι τόσα χρόνια με λύκος και χιονάτες, με λαγούς και με χελώνες, ναυαγούς και με γοργόνες,
με φόβους και γιορτές, στους καιρούς και τους αιώνες·
κι εν τέλει, μόνη περπατώ εις το δάσος, αφού ο λύκος δεν είναι εδώ, -εις το δάσος.
λύκε,
είσαι εδώ;
φανερώσου, ήρθα να σε δω.
λύκε,
λύκε μου καλέ,
φανερώσου, μη με ντρέπεσαι.
λύκε,
καλέ μου,
έλα εδώ λύκε,
βρε λύκε πού είσαι;
θέλω να σου πω.
θέλω -να θέλω, να σου πω ένα μυστικό.
να,
ξέρεις,
θέλω να σε παντρευτώ αγάπη μου.
|
||||
5. |
||||
6. |
το αστράκι
04:05
|
|||
ό,τι λάμπει είναι αστράκι, ό,τι λάμπει χρυσό διαμαντάκι,
κι άμα λάμπει στέλνει και φως· τις νύχτες μπρος τους μοιάζει ο ήλιος φτωχός.
χαλίκια κορδέλες, φύκια και μεταξωτά κλαδιά,
χρυσόσκονες κι άλλα μαγικά, λάμπουν κι αυτά, γιατί είναι μαγικά·
αστράφτουν στο φως· και μοιάζει ο ήλιος φτωχός.
(-μα ο ήλιος είναι αρχηγός. ομολογουμένως.)
κάθε μέρα πάω στη δουλειά μου· και κάθε μεσημέρι είμαι στη δουλειά·
σαν βραδιάσει γυρίζω στη φωλιά μου, μα κάτι μου φταίει και δεν είμαι καλά.
κάτι φταίει, κάτι με ταράζει, κάτι, κάπου, κάποιος, κάποτε, μα δεν ξέρω ποιος·
ίσως· λες να φταίει ο ήλιος ο φτωχός;
ίσως· που δεν είναι χρυσός.
(-μα ο ήλιος είναι αρχηγός.)
κάθε μέρα σβήνει έν'αστράκι,
αχ! και να έβρισκα ένα διαμαντάκι·
τί κι αν ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός; ούτε που με νοιάζει.
ούτε δε με νοιάζει· ούτε δε με μέλλει, ούτε πού -δε με μέλλει· δε με νοιάζει·
άλλωστε, ολόκληρος ο ήλιος και είναι φτωχός.
(ο ήλιος -ήλιε μου, ήλιε μου· είναι χρυσός; η σιωπή είναι χρυσός· ο ήλιος είναι αρχηγός.)
|
||||
7. |
maybe baby
05:35
|
|||
μια φορά κι έναν καιρό,
κάπου μακριά, σε κάποια άδεια ζωγραφιά,
ζούσε ένα θηλυκό,
τέρας θαρρώ, τέρας θηλυκό.
γεννήθηκε φλεβάρη, ντυμένη συννεφιά,
φορούσε πάντα μία γκρίζα, σκούρα πινελιά·
γεννήθηκε μεγάλη, μα άλλο δε γερνά,
ποτέ της δεν πεθαίνει, τ'όνομά της μοναξιά.
πατέρας της ο χρόνος, ο χρόνος που περνά,
-που περνά, πώς περνά αυτός ο χρόνος;
μητέρα της η μνήμη, η μνήμη που απατά,
-απατά, παραπατά και πουθενά της δεν πατά.
εκείνη δεν παντρεύτηκε, δεν έκανε παιδιά,
κι αν ήθελε μια κόρη να τη φώναζε χαρά·
δεν είχε ούτε αδέλφια, ούτε άλλη συντροφιά,
και ζούσε σ'ένα σπίτι, γεμάτο αλαλιά·
-γεμάτο ερημιά, γεμάτο σκοτεινιά.
στο μυαλό της ηχούν πινελιές, μα η ψυχή της είναι γκρίζα·
στη μορφή της σβήνουν όλες οι γραμμές και η ζωή της είναι άδεια κορνίζα.
τί κι αν χρόνια τώρα ψάχνει νά βρει νέες συνταγές; κάθε μέρα τρώει κρύο το χθες.
και η μέρα δεν περνά· δεν κοιμάται, ούτε ξυπνά·
σαν δεν έχεις κι όλο θες, σε στοιχειώνουν οι στιγμές.
μοναξιά μου καλή, είσαι όμορφη πολύ, πώς σου πάνε τα μαχαίρια στα μαλλιά σου·
μοναξιά ντροπαλή, έχεις κι όμορφη φωνή, κρίμα που δεν τραγουδάς στα παιδιά σου·
μα τι λέω μοναξιά; εσύ δεν έχεις παιδιά, μόνο κρύο, παγωνιά, έχεις στην αγκαλιά σου·
κι ήρθε η ώρα μοναξιά, να σε αφήσω μοναχιά· θα τα πούμε άλλη φορά, μα τώρα γεια σου.
|
||||
8. |
η ζάχαρη
03:58
|
|||
σ'ένα τρίγωνο ο ήλιος, μοιάζει τετράγωνη σφαίρα, κυλάει στο άπειρο,κόντρα στον αέρα, το ύψος της χάνει, αφού βάρος φορέσει, σε μια στεγνή θάλασσα σε λίγο θα πέσει. λυγίζει το σίδερο; πληγώνεται ο βράχος; αν σταματήσω το χρόνο θα γίνω ζωγράφος· μαύρες ψυχές, ντυμένες στα λευκά θ'απεικονίσω, ροδακινί το χρώμα για τα χείλη τους θα προτιμήσω, κι ύστερα αυτό το δημιούργημα, η ίδια θα το σκίσω. πικρή ζάχαρη, ξινό νερό, γλυκιά ενέργεια πού θα βρω; πικρή ζάχαρη, ξινό νερό, γλυκιά ενέργεια αναζητώ.
|
||||
9. |
boris
05:20
|
|||
κι ενώ περίμενα οι τοίχοι να μικραίνουν· η τύχη. κι ενώ περίμενα το σπίτι να μικραίνει· κι ενώ περίμενα οι τοίχοι να κοντεύουν να ακουμπήσουν ο ένας τον άλλον, το σπίτι μεγάλωνε, ψήλωνε. τα πράγματα μίκραιναν, τα αντικείμενα, κι έτσι μεγάλωνε η απόσταση μεταξύ τους. δεν το περίμενα αυτό. κι όσο μεγάλωνε το σπίτι, εμείς μοιάζαμε μικροί. δεν το περίμενα αυτό. κι όσο μεγάλωνε το σπίτι, μεγάλωναν και τα παράθυρα· τα παράθυρα μεγάλωναν. και τα παράθυρα δεν άνοιγαν, μόνο μεγάλωναν. δεν το περίμενα αυτό. boris, άνοιξε το παράθυρο, σε παρακαλώ. μπορείς;
εχθές,
-σαν χθες,
ήταν πρωί, ήταν μια μέρα, -ή μήπως νύχτα;
ή μήπως;
είτε βράδυ, είτε πρωί, δε το περίμενα αυτό.
δε το περίμενα.
δε τους περίμενα εδώ.
εδώ.
ήταν εδώ·
όλοι εδώ,
ο κόσμος και οι άνθρωποι εδώ·
ήρθαν και στήσαν χορό καθηστικό.
ήταν ντυμένοι σα γυμνοί, κουκουλωμένοι με ντροπή,
μα δε φορούσαν μάτια για να δουν, μάτια για να βλέπουν.
δεν είχαν στόμα, ούτε μιλιά, δεν είχαν ούτε σωθικά·
κι αν με ρωτάς, κακώς.
κι αν θες τη γνώμη μου, κακώς.
κι αυτός·
σαν φως·
σαφώς.
μοιάζει εικόνα, εικόνα δίχως χρώμα, -χωρίς χρώμα εικόνα.
μα αν ήταν χρώμα;
θα ήτανε κίτρινο απαλό, γλυκό, αχνό, σα χθεσινό, σαν χθες.
μα σαν εικόνα, δεν είχε χρώμα.
δεν είχε.
ακινησία.
γύρω - γύρω ακινησία και στη μέση;
η μουσική.
και στη μέση η μουσική·
παύση.
ακινησία.
ένα κενό.
στο χρόνο ένα κενό·
να αιωρούνται, σα να κοιμούνται ώρες τα λεπτά,
χωρίς ροή να σέρνονται το πριν και το μετά και να μπερδεύονται·
το πριν·
θα'ταν καινό.
ακινησία, ένα κενό,
μια θύμηση θολή, ακινησία.
μια ξεφτισμένη επαφή, κενό, τόσο καινούργιο το κενό,
χωρίς ανάσα, χωρίς κορμί ζεστό· ήταν ολόκληρη η ζωή σαν φως.
κενό, τόσο δικό μου το καινό, δεν το περίμενα αυτό.
δεν το περίμενα.
δεν είχε χρώμα·
υπήρχε χώμα·
χώμα ελαφρύ, μα δεν είχαμε νερό.
είχαμε χώμα·
όμως δεν είχαμε νερό.
ανοίξτε το παράθυρο, σας παρακαλώ.
|
||||
10. |
τα παιδιά & το κορίτσι
03:12
|
|||
11. |
οι φυσικές ανάγκες
00:55
|
|||
κι αν σ'αγαπώ,
κι αν σ'αγαπώ πιο πολύ,
κι αν σ'αγαπώ πιο πολύ κι από τις φυσικές μου ανάγκες,
μου 'μείναν μόνο οι ανάγκες.
|
||||
12. |
μοναξιά
06:12
|
|||
μοναξιά,
μοναξιά και κάτι ακόμα·
μοναξιά,
μοναξιά και·
σε μια έρημο, αμμώδη και μαύρη, σε μια πόλη, ξερό πηγάδι.
μοναξιά,
μοναξιά και κάτι άλλο·
μοναξιά,
μοναξιά και κάτι ακόμα·
στάζουν τα όνειρα, η όρεξη λιώνει, με δίχως νιότη η στιγμή, η μνήμη τελειώνει.
μοναξιά,
μοναξιά και κάτι άλλο·
μοναξιά,
μοναξιά και κάτι ακόμα·
είναι τα λόγια ορφανά, η σκέψη που βρυχιέται άδεια, ένα φίδι με φτερά που κολυμπάει στα σκοτάδια.
μοναξιά,
μοναξιά και κάτι άλλο·
μοναξιά,
μοναξιά και·
|
||||
13. |
καληνύχτα φεγγαράκι
09:12
|
Streaming and Download help
If you like Ανθή Κύρκου, you may also like:
Bandcamp Daily your guide to the world of Bandcamp